πηγετός

πηγετός
ὁ, Α
ο παγετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- τού πήγ-νυμι* + κατάλ. -ετός (πρβλ. πᾰγ-ετός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πηγετόν — πηγετός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”